- ψιττακία
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος γυναικείου ὑποδήματος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττάκια (τὰ), με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιττάκια — τὰ, Α βλ. ψιττάκι … Dictionary of Greek
ψιττάκια — ψιττάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστάκι — το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α ο καρπός τού φυτού πιστακία, το φιστίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη*. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. τού πιστάκιον] … Dictionary of Greek
ψιττάκεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ὑποδήματος γυναικείου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψιττάκια (τὰ)] … Dictionary of Greek
ψιττάκι — το / ψιττάκιον, ΝΜΑ το φυτό πιστάκι αρχ. 1. είδος καταπραϋντικής αλοιφής για τα μάτια 2. στον πληθ. τὰ ψιττάκια είδος γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πιστάκι] … Dictionary of Greek